-
1 φιλολογία
[филологиа] ουσ. Θ. филология, литература,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλολογία
-
2 современный
современный 1) σύγχρονος, μοντέρνος; \современныйая литература η σύγχρονη φιλολογία; \современныйое положение η σύγχρονη κατάσταση 2) (теперешний) σημερινός, τωρινός* * *1) σύγχρονος, μοντέρνοςсовреме́нная литерату́ра — η σύγχρονη φιλολογία
совреме́нное положе́ние — η σύγχρονη κατάσταση
2) ( теперешний) σημερινός, τωρινός -
3 филология
-
4 литература
-ы θ.φιλολογία, λογοτεχνία. || το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής•западноевропейская литература η δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία•
советская литература σοβιετική λογοτεχνία.
|| έργο•указать -у предмета συνιστώ τα έργα επι του θέματος.
|| έντυπο υλικό.εκφρ.художественная литература – φιλολογία, λογοτεχνία. -
5 словесность
-и θ.1. παλ. τα γράμματα ή φιλολογία, λογοτεχνία•история -и ιστορία των γραμμάτων•
народная словесность η λαογραφία.
|| παλ. μάθημα διδακτικό (ιστορίας, χημείας, φυσικής κλπ.).2. ακαδημαΐκή συζήτηση, φιλολογία, κούφια λόγια, βερμπαλισμός.3. μαθήματα στρατιωτικών κανονισμών. -
6 филолог
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > филолог
-
7 литература
жη φιλολογίαхудо́жественная литерату́ра — η λογοτεχνία
нау́чная литерату́ра — τα επιστημονικά συγγράματα
-
8 литература
литера́т||у́раж ἡ λογοτεχνία, τά γράμματα, ἡ φιλολογία. -
9 письменность
пи́сьменн||остьж1. ἡ,φαφή (или ἡ γραπτή) γλώσσα·2. (литература) ἡ φιλολογία, ἡ λογοτεχνία, ἡ γραμματεία, τά γράμματα. -
10 романистика
романистикаж ἡ ρωμανική φιλολογία. -
11 словесность
словесн||остьж уст. ἡ λογοτεχνία/ ἡ φιλολογία (наука):народная \словесность ἡ λαογραφία. -
12 филология
филол||огияж ἡ φιλολογία. -
13 словесность
[σλαβιέσναστ"] ουσ. θ. λογοτεχνία, φιλολογία -
14 филология
[φιλαλόγκιγια] ουσ. θ. φιλολογία -
15 словесность
[σλαβιέσναστ"] ουσ θ λογοτεχνία, φιλολογία -
16 филология
[φιλαλόγκιγια] ουσ θ φιλολογία -
17 архаизировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.αρχαΐζω, μιμούμαι τους αρχαίους, (στη φιλολογία, τέχνη κλπ.). || μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς. -
18 беллетристика
-и θ.φιλολογία, λογοτεχνία. || πρόζα, πεζός λόγος, πεζογραφία. -
19 заборный
заборный 11. επ. του περιβόλου, της μάντρας•заборный столб ο στύλος της μάντρας.
|| μτφ. απρεπής, ευτελής• άγαρμπος, άκοσμος•-ая литература ευτελής φιλολογία•
- ая брань (ругань κ.τ.τ.) χυδαιοβρισιές, χυδαιότητες.
заборный 2επ.της λήψης, του παρσίματος. || της εισαγωγής, της εισδοχής•-ая труба σωλήνας εισδοχής.
-
20 изящный
επ., βρ: -щен, -щёна-щёно κομψός, χαριτωμένος λεπτός, λεπτεπίλεπτος•-ая фигура κομψή φιγούρα•
-ые манеры λεπτόί: τρόποι•
изящный стиль κομψό στυλ•
изящный почерк καλλιγραφικός γραφικός χαρακτήρας.
εκφρ.- ые искусства – οι Καλές Τέχνες•-ая литература ή словесность – παλ. φιλολογία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιλολογία — φιλολογίᾱ , φιλολογία love of argument fem nom/voc/acc dual φιλολογίᾱ , φιλολογία love of argument fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… … Dictionary of Greek
φιλολογία — η 1. ηεπιστήμη που ασχολείται με το σύνολο των εκδηλώσεων της πνευματικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής ζωής ορισμένου λαού και ορισμένης εποχής, όπως εμφανίζονται στο γραπτό λόγο: Γαλλική φιλολογία. – Βυζαντινή φιλολογία. 2. το σύνολο των έργων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλολογίᾳ — φιλολογίαι , φιλολογία love of argument fem nom/voc pl φιλολογίᾱͅ , φιλολογία love of argument fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξανδρινή φιλολογία — Η επιστημονική επεξεργασία των ελληνικών κλασικών κειμένων, που αναπτύχθηκε στην Αλεξάνδρεια κυρίως κατά τον 3o και 2o αι. π.Χ. Ο νεότερος όρος αλεξανδρινή λογοτεχνία αναφέρεται στο σύνολο των κειμένων που έγραψαν οι Έλληνες της πόλης και… … Dictionary of Greek
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
καραμανλίδικη φιλολογία — Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων της τουρκόφωνης ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή των κειμένων που γράφτηκαν σε τουρκική γλώσσα, αλλά από Έλληνες συγγραφείς και με ελληνικούς χαρακτήρες και κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη ή έντυπη… … Dictionary of Greek
φιλολογίας — φιλολογίᾱς , φιλολογία love of argument fem acc pl φιλολογίᾱς , φιλολογία love of argument fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολογίαι — φιλολογία love of argument fem nom/voc pl φιλολογίᾱͅ , φιλολογία love of argument fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολογίαν — φιλολογίᾱν , φιλολογία love of argument fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολογίαις — φιλολογία love of argument fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)